ἑνοποιόν

ἑνοποιόν
ἑνοποιός
combining in one
masc/fem acc sg
ἑνοποιός
combining in one
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενοποιός — ό (AM ἑνοποιός, όν) αυτός που ενώνει ή συνδέει χωριστά αντικείμενα («δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῡσι λόγον ἑνοποιόν», Αριστοτ.) αρχ. αυτός που δημιουργεί ή δημιούργησε ενότητα. επίρρ... ενοποιῶς κατά τρόπο ενοποιό, που δημιουργεί ενότητα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”